χλευαστικός

χλευαστικός
-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χλευάζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλευαστικός — derisory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ενέχει χλευασμό, σκωπτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός: Τα λόγια του ήταν χλευαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλευαστικά — χλευαστικός derisory neut nom/voc/acc pl χλευαστικά̱ , χλευαστικός derisory fem nom/voc/acc dual χλευαστικά̱ , χλευαστικός derisory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικόν — χλευαστικός derisory masc acc sg χλευαστικός derisory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικοῖς — χλευαστικός derisory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικοῦ — χλευαστικός derisory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικούς — χλευαστικός derisory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστική — χλευαστικός derisory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικήν — χλευαστικός derisory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλευαστικῶς — χλευαστικός derisory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”