- χλευαστικός
- -ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χλευάζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).επίρρ...χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Νκατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.
Dictionary of Greek. 2013.